κτηνικός

κτηνικός
κτηνικός, -ή, -όν (AM) [κτήνος]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κτήνος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κτηνίτης — κτηνίτης, ὁ (Μ) ως επίθ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κτήνος, κτηνικός 2. οδηγός κτήνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + κατάλ. ίτης (πρβλ. κτηματ ίτης, μεσ ίτης)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”